вѣрьныи — (702) пр. 1. Достойный веры, доверия: гла(в) ·д҃· о послусѣхъ вѣрныхъ і невѣрны(х). и о недолжьныхъ воспри˫ати. і о пребывающи(х) послусѣ(х) дале(ч). МПр XIV, 186; Иже на своего дрѹга клевечеть да не бѹдеть вѣренъ аще и право молвить. (μὴ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλεπτίστατος — κλεπτίστατος, άτη, ον (Α) (υπερθ. τού κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός τού ουσιαστικού κλέπτης,… … Dictionary of Greek
στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… … Dictionary of Greek